μασούρι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. μικρό ξύλο ή καλάμι γύρω από το οποίο τυλίγουν το νήμα για την ύφανση, η κουβαρίστρα, το καρούλι. 2. μτφ., ό,τι μοιάζει με μασούρι: Κάτω από το στρώμα βρήκαν ένα μασούρι λεφτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… … Dictionary of Greek
μασουρίζω — και μασουριάζω [μασούρι] 1. τυλίγω νήμα σε μασούρι, πηνίζω, καρουλιάζω 2. αποταμιεύω χρήματα … Dictionary of Greek
μασουροδακτυλάτος — η, ο αυτός που έχει δάκτυλα λεπτά και μακριά σαν μασούρι («κόρη μασουροδακτυλάτη», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < μασούρι + δακτυλάτος (< δάκτυλο + κατάλ. άτος)] … Dictionary of Greek
πήνη — ἡ, Α 1. ο μίτος, το νήμα που τυλίγεται στο μασούρι τής σαΐτας τού αργαλειού, το υφάδι που διαπλέκεται με το στημόνι τού υφάσματος που υφαίνεται 2. στον πληθ. αἱ πήναι το ύφασμα («ἐν δαιδαλέαισι ἀνθοκρόκοις πήναις», Ευρ.) 3. το πηνίο, το μασούρι.… … Dictionary of Greek
-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… … Dictionary of Greek
αμασούριαστος — η, ο [μασουριάζω] (για νήματα) αυτός που δεν περιτυλίχτηκε σε μασούρι … Dictionary of Greek
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
καλαμοκάνι — το (Μ καλαμοκάνι) νεοελλ. 1. καλάμι που χρησιμεύει ως πηνίο, μασούρι 2. (μτφ. συν. στον πληθ.) τα καλαμοκάνια και τα καλαμόκανα (για τα πόδια) πόδια μακριά και λεπτά σαν καλάμια μσν. (ως μονάδα κατά προσέγγιση μετρήσεως) το μήκος ενός… … Dictionary of Greek
μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… … Dictionary of Greek